Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμφυλία
σύμφυλος
συμφυράω
συμφύρδην
σύμφυρσις
σύμφυρτος
συμφύρω
συμφυσάω
σύμφυσις
συμφυτεύω
συμφυτικός
σύμφυτον
σύμφυτος
συμφύω
συμφωνέω
συμφώνημα
συμφώνησις
συμφωνία
συμφωνιακός
συμφωνικός
σύμφωνος
View word page
συμφυτικός
causing to unite

ShortDef

causing to unite

Debugging

Headword:
συμφυτικός
Headword (normalized):
συμφυτικός
Headword (normalized/stripped):
συμφυτικος
IDX:
83659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83660
Key:

Data

{'content': 'causing to unite'}