Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμφυλάσσω
συμφυλέτης
συμφυλία
σύμφυλος
συμφυράω
συμφύρδην
σύμφυρσις
σύμφυρτος
συμφύρω
συμφυσάω
σύμφυσις
συμφυτεύω
συμφυτικός
σύμφυτον
σύμφυτος
συμφύω
συμφωνέω
συμφώνημα
συμφώνησις
συμφωνία
συμφωνιακός
View word page
σύμφυσις
growing together, natural junction
ShortDef
growing together, natural junction
Debugging
Headword:
σύμφυσις
Headword (normalized):
σύμφυσις
Headword (normalized/stripped):
συμφυσις
IDX:
83657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83658
Key:
Data
{'content': 'growing together, natural junction'}