Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμφυής
συμφυλακίτης
συμφύλαξ
συμφυλάσσω
συμφυλέτης
συμφυλία
σύμφυλος
συμφυράω
συμφύρδην
σύμφυρσις
σύμφυρτος
συμφύρω
συμφυσάω
σύμφυσις
συμφυτεύω
συμφυτικός
σύμφυτον
σύμφυτος
συμφύω
συμφωνέω
συμφώνημα
View word page
σύμφυρτος
commingled, confounded

ShortDef

commingled, confounded

Debugging

Headword:
σύμφυρτος
Headword (normalized):
σύμφυρτος
Headword (normalized/stripped):
συμφυρτος
IDX:
83654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83655
Key:

Data

{'content': 'commingled, confounded'}