Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμφυγαδεύω
συμφυγάς
συμφύγιον
συμφυής
συμφυλακίτης
συμφύλαξ
συμφυλάσσω
συμφυλέτης
συμφυλία
σύμφυλος
συμφυράω
συμφύρδην
σύμφυρσις
σύμφυρτος
συμφύρω
συμφυσάω
σύμφυσις
συμφυτεύω
συμφυτικός
σύμφυτον
σύμφυτος
View word page
συμφυράω
mix up with

ShortDef

mix up with

Debugging

Headword:
συμφυράω
Headword (normalized):
συμφυράω
Headword (normalized/stripped):
συμφυραω
IDX:
83651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83652
Key:

Data

{'content': 'mix up with'}