Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμφυάς
συμφυγαδεύω
συμφυγάς
συμφύγιον
συμφυής
συμφυλακίτης
συμφύλαξ
συμφυλάσσω
συμφυλέτης
συμφυλία
σύμφυλος
συμφυράω
συμφύρδην
σύμφυρσις
σύμφυρτος
συμφύρω
συμφυσάω
σύμφυσις
συμφυτεύω
συμφυτικός
σύμφυτον
View word page
σύμφυλος
of the same stock
ShortDef
of the same stock
Debugging
Headword:
σύμφυλος
Headword (normalized):
σύμφυλος
Headword (normalized/stripped):
συμφυλος
IDX:
83650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83651
Key:
Data
{'content': 'of the same stock'}