Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύμφρων
συμφυάς
συμφυγαδεύω
συμφυγάς
συμφύγιον
συμφυής
συμφυλακίτης
συμφύλαξ
συμφυλάσσω
συμφυλέτης
συμφυλία
σύμφυλος
συμφυράω
συμφύρδην
σύμφυρσις
σύμφυρτος
συμφύρω
συμφυσάω
σύμφυσις
συμφυτεύω
συμφυτικός
View word page
συμφυλία
kindred material

ShortDef

kindred material

Debugging

Headword:
συμφυλία
Headword (normalized):
συμφυλία
Headword (normalized/stripped):
συμφυλια
IDX:
83649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83650
Key:

Data

{'content': 'kindred material'}