Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμφρυγμός
συμφρύγω
σύμφρων
συμφυάς
συμφυγαδεύω
συμφυγάς
συμφύγιον
συμφυής
συμφυλακίτης
συμφύλαξ
συμφυλάσσω
συμφυλέτης
συμφυλία
σύμφυλος
συμφυράω
συμφύρδην
σύμφυρσις
σύμφυρτος
συμφύρω
συμφυσάω
σύμφυσις
View word page
συμφυλάσσω
to keep guard along with

ShortDef

to keep guard along with

Debugging

Headword:
συμφυλάσσω
Headword (normalized):
συμφυλάσσω
Headword (normalized/stripped):
συμφυλασσω
IDX:
83647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83648
Key:

Data

{'content': 'to keep guard along with'}