Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμφροντίζω
συμφροσύνη
σύμφρουρος
συμφρυγμός
συμφρύγω
σύμφρων
συμφυάς
συμφυγαδεύω
συμφυγάς
συμφύγιον
συμφυής
συμφυλακίτης
συμφύλαξ
συμφυλάσσω
συμφυλέτης
συμφυλία
σύμφυλος
συμφυράω
συμφύρδην
σύμφυρσις
σύμφυρτος
View word page
συμφυής
born with one, congenital, natural
ShortDef
born with one, congenital, natural
Debugging
Headword:
συμφυής
Headword (normalized):
συμφυής
Headword (normalized/stripped):
συμφυης
IDX:
83644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83645
Key:
Data
{'content': 'born with one, congenital, natural'}