Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμφρονέω
συμφρόνησις
συμφροντίζω
συμφροσύνη
σύμφρουρος
συμφρυγμός
συμφρύγω
σύμφρων
συμφυάς
συμφυγαδεύω
συμφυγάς
συμφύγιον
συμφυής
συμφυλακίτης
συμφύλαξ
συμφυλάσσω
συμφυλέτης
συμφυλία
σύμφυλος
συμφυράω
συμφύρδην
View word page
συμφυγάς
a fellow-exile

ShortDef

a fellow-exile

Debugging

Headword:
συμφυγάς
Headword (normalized):
συμφυγάς
Headword (normalized/stripped):
συμφυγας
IDX:
83642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83643
Key:

Data

{'content': 'a fellow-exile'}