Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σύμφρασις
συμφράσσω
συμφρονέω
συμφρόνησις
συμφροντίζω
συμφροσύνη
σύμφρουρος
συμφρυγμός
συμφρύγω
σύμφρων
συμφυάς
συμφυγαδεύω
συμφυγάς
συμφύγιον
συμφυής
συμφυλακίτης
συμφύλαξ
συμφυλάσσω
συμφυλέτης
συμφυλία
σύμφυλος
View word page
συμφυάς
a growing together, connexion by natural growth
ShortDef
a growing together, connexion by natural growth
Debugging
Headword:
συμφυάς
Headword (normalized):
συμφυάς
Headword (normalized/stripped):
συμφυας
IDX:
83640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83641
Key:
Data
{'content': 'a growing together, connexion by natural growth'}