Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμφράκτωρ
σύμφραξις
σύμφρασις
συμφράσσω
συμφρονέω
συμφρόνησις
συμφροντίζω
συμφροσύνη
σύμφρουρος
συμφρυγμός
συμφρύγω
σύμφρων
συμφυάς
συμφυγαδεύω
συμφυγάς
συμφύγιον
συμφυής
συμφυλακίτης
συμφύλαξ
συμφυλάσσω
συμφυλέτης
View word page
συμφρύγω
burn

ShortDef

burn

Debugging

Headword:
συμφρύγω
Headword (normalized):
συμφρύγω
Headword (normalized/stripped):
συμφρυγω
IDX:
83638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83639
Key:

Data

{'content': 'burn'}