Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμφράζομαι
συμφράζω
συμφράκτωρ
σύμφραξις
σύμφρασις
συμφράσσω
συμφρονέω
συμφρόνησις
συμφροντίζω
συμφροσύνη
σύμφρουρος
συμφρυγμός
συμφρύγω
σύμφρων
συμφυάς
συμφυγαδεύω
συμφυγάς
συμφύγιον
συμφυής
συμφυλακίτης
συμφύλαξ
View word page
σύμφρουρος
watching with

ShortDef

watching with

Debugging

Headword:
σύμφρουρος
Headword (normalized):
σύμφρουρος
Headword (normalized/stripped):
συμφρουρος
IDX:
83636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83637
Key:

Data

{'content': 'watching with'}