Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμφορητός
συμφορία
σύμφορος
συμφράδμων
συμφράζομαι
συμφράζω
συμφράκτωρ
σύμφραξις
σύμφρασις
συμφράσσω
συμφρονέω
συμφρόνησις
συμφροντίζω
συμφροσύνη
σύμφρουρος
συμφρυγμός
συμφρύγω
σύμφρων
συμφυάς
συμφυγαδεύω
συμφυγάς
View word page
συμφρονέω
to be of one mind with, to agree

ShortDef

to be of one mind with, to agree

Debugging

Headword:
συμφρονέω
Headword (normalized):
συμφρονέω
Headword (normalized/stripped):
συμφρονεω
IDX:
83632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83633
Key:

Data

{'content': 'to be of one mind with, to agree'}