Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμφορέω
συμφόρημα
συμφόρησις
συμφορητός
συμφορία
σύμφορος
συμφράδμων
συμφράζομαι
συμφράζω
συμφράκτωρ
σύμφραξις
σύμφρασις
συμφράσσω
συμφρονέω
συμφρόνησις
συμφροντίζω
συμφροσύνη
σύμφρουρος
συμφρυγμός
συμφρύγω
σύμφρων
View word page
σύμφραξις
closing up, obstruction

ShortDef

closing up, obstruction

Debugging

Headword:
σύμφραξις
Headword (normalized):
σύμφραξις
Headword (normalized/stripped):
συμφραξις
IDX:
83629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83630
Key:

Data

{'content': 'closing up, obstruction'}