Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμφορά
συμφοράζω
συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρημα
συμφόρησις
συμφορητός
συμφορία
σύμφορος
συμφράδμων
συμφράζομαι
συμφράζω
συμφράκτωρ
σύμφραξις
σύμφρασις
συμφράσσω
συμφρονέω
συμφρόνησις
συμφροντίζω
συμφροσύνη
σύμφρουρος
View word page
συμφράζομαι
to join in considering, to take counsel with

ShortDef

to join in considering, to take counsel with

Debugging

Headword:
συμφράζομαι
Headword (normalized):
συμφράζομαι
Headword (normalized/stripped):
συμφραζομαι
IDX:
83626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83627
Key:

Data

{'content': 'to join in considering, to take counsel with'}