Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμφονεύω
συμφορά
συμφοράζω
συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρημα
συμφόρησις
συμφορητός
συμφορία
σύμφορος
συμφράδμων
συμφράζομαι
συμφράζω
συμφράκτωρ
σύμφραξις
σύμφρασις
συμφράσσω
συμφρονέω
συμφρόνησις
συμφροντίζω
συμφροσύνη
View word page
συμφράδμων
one who joins in considering, a counsellor
ShortDef
one who joins in considering, a counsellor
Debugging
Headword:
συμφράδμων
Headword (normalized):
συμφράδμων
Headword (normalized/stripped):
συμφραδμων
IDX:
83625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83626
Key:
Data
{'content': 'one who joins in considering, a counsellor'}