Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμφοιτητής
συμφονεύω
συμφορά
συμφοράζω
συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρημα
συμφόρησις
συμφορητός
συμφορία
σύμφορος
συμφράδμων
συμφράζομαι
συμφράζω
συμφράκτωρ
σύμφραξις
σύμφρασις
συμφράσσω
συμφρονέω
συμφρόνησις
συμφροντίζω
View word page
σύμφορος
accompanying; suitable, useful, profitable
ShortDef
accompanying; suitable, useful, profitable
Debugging
Headword:
σύμφορος
Headword (normalized):
σύμφορος
Headword (normalized/stripped):
συμφορος
IDX:
83624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83625
Key:
Data
{'content': 'accompanying; suitable, useful, profitable'}