Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμφοιτάω
συμφοίτησις
συμφοιτητής
συμφονεύω
συμφορά
συμφοράζω
συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρημα
συμφόρησις
συμφορητός
συμφορία
σύμφορος
συμφράδμων
συμφράζομαι
συμφράζω
συμφράκτωρ
σύμφραξις
σύμφρασις
συμφράσσω
συμφρονέω
View word page
συμφορητός
brought together, collected

ShortDef

brought together, collected

Debugging

Headword:
συμφορητός
Headword (normalized):
συμφορητός
Headword (normalized/stripped):
συμφορητος
IDX:
83622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83623
Key:

Data

{'content': 'brought together, collected'}