Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμφοβέω
συμφοιτάω
συμφοίτησις
συμφοιτητής
συμφονεύω
συμφορά
συμφοράζω
συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρημα
συμφόρησις
συμφορητός
συμφορία
σύμφορος
συμφράδμων
συμφράζομαι
συμφράζω
συμφράκτωρ
σύμφραξις
σύμφρασις
συμφράσσω
View word page
συμφόρησις
a bringing together

ShortDef

a bringing together

Debugging

Headword:
συμφόρησις
Headword (normalized):
συμφόρησις
Headword (normalized/stripped):
συμφορησις
IDX:
83621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83622
Key:

Data

{'content': 'a bringing together'}