Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμφλυαρέω
συμφοβέω
συμφοιτάω
συμφοίτησις
συμφοιτητής
συμφονεύω
συμφορά
συμφοράζω
συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρημα
συμφόρησις
συμφορητός
συμφορία
σύμφορος
συμφράδμων
συμφράζομαι
συμφράζω
συμφράκτωρ
σύμφραξις
σύμφρασις
View word page
συμφόρημα
that which is brought together, compound
ShortDef
that which is brought together, compound
Debugging
Headword:
συμφόρημα
Headword (normalized):
συμφόρημα
Headword (normalized/stripped):
συμφορημα
IDX:
83620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83621
Key:
Data
{'content': 'that which is brought together, compound'}