Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμφλεγμαίνω
συμφλέγω
συμφλυαρέω
συμφοβέω
συμφοιτάω
συμφοίτησις
συμφοιτητής
συμφονεύω
συμφορά
συμφοράζω
συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρημα
συμφόρησις
συμφορητός
συμφορία
σύμφορος
συμφράδμων
συμφράζομαι
συμφράζω
συμφράκτωρ
View word page
συμφορεύς
aide-de-camp

ShortDef

aide-de-camp

Debugging

Headword:
συμφορεύς
Headword (normalized):
συμφορεύς
Headword (normalized/stripped):
συμφορευς
IDX:
83618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83619
Key:

Data

{'content': 'aide-de-camp'}