Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμφλάω
συμφλεγμαίνω
συμφλέγω
συμφλυαρέω
συμφοβέω
συμφοιτάω
συμφοίτησις
συμφοιτητής
συμφονεύω
συμφορά
συμφοράζω
συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρημα
συμφόρησις
συμφορητός
συμφορία
σύμφορος
συμφράδμων
συμφράζομαι
συμφράζω
View word page
συμφοράζω
bewail
ShortDef
bewail
Debugging
Headword:
συμφοράζω
Headword (normalized):
συμφοράζω
Headword (normalized/stripped):
συμφοραζω
IDX:
83617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83618
Key:
Data
{'content': 'bewail'}