Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμφιλοτιμέομαι
συμφλάω
συμφλεγμαίνω
συμφλέγω
συμφλυαρέω
συμφοβέω
συμφοιτάω
συμφοίτησις
συμφοιτητής
συμφονεύω
συμφορά
συμφοράζω
συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρημα
συμφόρησις
συμφορητός
συμφορία
σύμφορος
συμφράδμων
συμφράζομαι
View word page
συμφορά
an event, circumstance, misfortune, disaster
ShortDef
an event, circumstance, misfortune, disaster
Debugging
Headword:
συμφορά
Headword (normalized):
συμφορά
Headword (normalized/stripped):
συμφορα
IDX:
83616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83617
Key:
Data
{'content': 'an event, circumstance, misfortune, disaster'}