Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμφιλοσοφέω
συμφιλοτιμέομαι
συμφλάω
συμφλεγμαίνω
συμφλέγω
συμφλυαρέω
συμφοβέω
συμφοιτάω
συμφοίτησις
συμφοιτητής
συμφονεύω
συμφορά
συμφοράζω
συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρημα
συμφόρησις
συμφορητός
συμφορία
σύμφορος
συμφράδμων
View word page
συμφονεύω
to join in killing

ShortDef

to join in killing

Debugging

Headword:
συμφονεύω
Headword (normalized):
συμφονεύω
Headword (normalized/stripped):
συμφονευω
IDX:
83615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83616
Key:

Data

{'content': 'to join in killing'}