Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμφιλομαθέω
συμφιλονικέω
συμφιλοσοφέω
συμφιλοτιμέομαι
συμφλάω
συμφλεγμαίνω
συμφλέγω
συμφλυαρέω
συμφοβέω
συμφοιτάω
συμφοίτησις
συμφοιτητής
συμφονεύω
συμφορά
συμφοράζω
συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρημα
συμφόρησις
συμφορητός
συμφορία
View word page
συμφοίτησις
a going to school together

ShortDef

a going to school together

Debugging

Headword:
συμφοίτησις
Headword (normalized):
συμφοίτησις
Headword (normalized/stripped):
συμφοιτησις
IDX:
83613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83614
Key:

Data

{'content': 'a going to school together'}