Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμφιλολογέω
συμφιλομαθέω
συμφιλονικέω
συμφιλοσοφέω
συμφιλοτιμέομαι
συμφλάω
συμφλεγμαίνω
συμφλέγω
συμφλυαρέω
συμφοβέω
συμφοιτάω
συμφοίτησις
συμφοιτητής
συμφονεύω
συμφορά
συμφοράζω
συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρημα
συμφόρησις
συμφορητός
View word page
συμφοιτάω
to go regularly to

ShortDef

to go regularly to

Debugging

Headword:
συμφοιτάω
Headword (normalized):
συμφοιτάω
Headword (normalized/stripped):
συμφοιταω
IDX:
83612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83613
Key:

Data

{'content': 'to go regularly to'}