Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμφιλοκαλέω
συμφιλολογέω
συμφιλομαθέω
συμφιλονικέω
συμφιλοσοφέω
συμφιλοτιμέομαι
συμφλάω
συμφλεγμαίνω
συμφλέγω
συμφλυαρέω
συμφοβέω
συμφοιτάω
συμφοίτησις
συμφοιτητής
συμφονεύω
συμφορά
συμφοράζω
συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρημα
συμφόρησις
View word page
συμφοβέω
to frighten at the same time

ShortDef

to frighten at the same time

Debugging

Headword:
συμφοβέω
Headword (normalized):
συμφοβέω
Headword (normalized/stripped):
συμφοβεω
IDX:
83611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83612
Key:

Data

{'content': 'to frighten at the same time'}