Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμφιλέω
συμφιλία
συμφιλοδοξέω
συμφιλοκαλέω
συμφιλολογέω
συμφιλομαθέω
συμφιλονικέω
συμφιλοσοφέω
συμφιλοτιμέομαι
συμφλάω
συμφλεγμαίνω
συμφλέγω
συμφλυαρέω
συμφοβέω
συμφοιτάω
συμφοίτησις
συμφοιτητής
συμφονεύω
συμφορά
συμφοράζω
συμφορεύς
View word page
συμφλεγμαίνω
to be inflamed at the same time

ShortDef

to be inflamed at the same time

Debugging

Headword:
συμφλεγμαίνω
Headword (normalized):
συμφλεγμαίνω
Headword (normalized/stripped):
συμφλεγμαινω
IDX:
83608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83609
Key:

Data

{'content': 'to be inflamed at the same time'}