Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμφθείρω
συμφθίνω
σύμφθογγος
συμφιλέω
συμφιλία
συμφιλοδοξέω
συμφιλοκαλέω
συμφιλολογέω
συμφιλομαθέω
συμφιλονικέω
συμφιλοσοφέω
συμφιλοτιμέομαι
συμφλάω
συμφλεγμαίνω
συμφλέγω
συμφλυαρέω
συμφοβέω
συμφοιτάω
συμφοίτησις
συμφοιτητής
συμφονεύω
View word page
συμφιλοσοφέω
to join in philosophic study
ShortDef
to join in philosophic study
Debugging
Headword:
συμφιλοσοφέω
Headword (normalized):
συμφιλοσοφέω
Headword (normalized/stripped):
συμφιλοσοφεω
IDX:
83605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83606
Key:
Data
{'content': 'to join in philosophic study'}