Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμφθέγγομαι
συμφθείρω
συμφθίνω
σύμφθογγος
συμφιλέω
συμφιλία
συμφιλοδοξέω
συμφιλοκαλέω
συμφιλολογέω
συμφιλομαθέω
συμφιλονικέω
συμφιλοσοφέω
συμφιλοτιμέομαι
συμφλάω
συμφλεγμαίνω
συμφλέγω
συμφλυαρέω
συμφοβέω
συμφοιτάω
συμφοίτησις
συμφοιτητής
View word page
συμφιλονικέω
take part with, side with, in a dispute

ShortDef

take part with, side with, in a dispute

Debugging

Headword:
συμφιλονικέω
Headword (normalized):
συμφιλονικέω
Headword (normalized/stripped):
συμφιλονικεω
IDX:
83604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83605
Key:

Data

{'content': 'take part with, side with, in a dispute'}