Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμφέρω
συμφερώτερος
συμφεύγω
σύμφημι
συμφθάνω
σύμφθαρσις
συμφθέγγομαι
συμφθείρω
συμφθίνω
σύμφθογγος
συμφιλέω
συμφιλία
συμφιλοδοξέω
συμφιλοκαλέω
συμφιλολογέω
συμφιλομαθέω
συμφιλονικέω
συμφιλοσοφέω
συμφιλοτιμέομαι
συμφλάω
συμφλεγμαίνω
View word page
συμφιλέω
to love mutually

ShortDef

to love mutually

Debugging

Headword:
συμφιλέω
Headword (normalized):
συμφιλέω
Headword (normalized/stripped):
συμφιλεω
IDX:
83598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83599
Key:

Data

{'content': 'to love mutually'}