Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμφατικός
συμφερόντως
συμφερτός
συμφέρω
συμφερώτερος
συμφεύγω
σύμφημι
συμφθάνω
σύμφθαρσις
συμφθέγγομαι
συμφθείρω
συμφθίνω
σύμφθογγος
συμφιλέω
συμφιλία
συμφιλοδοξέω
συμφιλοκαλέω
συμφιλολογέω
συμφιλομαθέω
συμφιλονικέω
συμφιλοσοφέω
View word page
συμφθείρω
to destroy together

ShortDef

to destroy together

Debugging

Headword:
συμφθείρω
Headword (normalized):
συμφθείρω
Headword (normalized/stripped):
συμφθειρω
IDX:
83595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83596
Key:

Data

{'content': 'to destroy together'}