Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμφανής
σύμφανσις
συμφαντάζομαι
σύμφασις
συμφατικός
συμφερόντως
συμφερτός
συμφέρω
συμφερώτερος
συμφεύγω
σύμφημι
συμφθάνω
σύμφθαρσις
συμφθέγγομαι
συμφθείρω
συμφθίνω
σύμφθογγος
συμφιλέω
συμφιλία
συμφιλοδοξέω
συμφιλοκαλέω
View word page
σύμφημι
to assent, approve

ShortDef

to assent, approve

Debugging

Headword:
σύμφημι
Headword (normalized):
σύμφημι
Headword (normalized/stripped):
συμφημι
IDX:
83591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83592
Key:

Data

{'content': 'to assent, approve'}