Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμπυρόω
συμπωλέω
συμπωρόομαι
συμφαίνομαι
συμφάνεια
συμφανής
σύμφανσις
συμφαντάζομαι
σύμφασις
συμφατικός
συμφερόντως
συμφερτός
συμφέρω
συμφερώτερος
συμφεύγω
σύμφημι
συμφθάνω
σύμφθαρσις
συμφθέγγομαι
συμφθείρω
συμφθίνω
View word page
συμφερόντως
profitably
ShortDef
profitably
Debugging
Headword:
συμφερόντως
Headword (normalized):
συμφερόντως
Headword (normalized/stripped):
συμφεροντως
IDX:
83586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83587
Key:
Data
{'content': 'profitably'}