Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπτωματικός
σύμπτωσις
συμπτωτός
συμπυκάζω
σύμπυκνος
συμπυκνόω
συμπυνθάνομαι
συμπυριάω
συμπυρόω
συμπωλέω
συμπωρόομαι
συμφαίνομαι
συμφάνεια
συμφανής
σύμφανσις
συμφαντάζομαι
σύμφασις
συμφατικός
συμφερόντως
συμφερτός
συμφέρω
View word page
συμπωρόομαι
solidify

ShortDef

solidify

Debugging

Headword:
συμπωρόομαι
Headword (normalized):
συμπωρόομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπωροομαι
IDX:
83578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83579
Key:

Data

{'content': 'solidify'}