Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμπτυχή
σύμπτωμα
συμπτωματικός
σύμπτωσις
συμπτωτός
συμπυκάζω
σύμπυκνος
συμπυκνόω
συμπυνθάνομαι
συμπυριάω
συμπυρόω
συμπωλέω
συμπωρόομαι
συμφαίνομαι
συμφάνεια
συμφανής
σύμφανσις
συμφαντάζομαι
σύμφασις
συμφατικός
συμφερόντως
View word page
συμπυρόω
to burn up with
ShortDef
to burn up with
Debugging
Headword:
συμπυρόω
Headword (normalized):
συμπυρόω
Headword (normalized/stripped):
συμπυροω
IDX:
83576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83577
Key:
Data
{'content': 'to burn up with'}