Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμπτερόομαι
συμπτερύσσομαι
σύμπτυκτος
σύμπτυξις
συμπτύσσω
συμπτυχή
σύμπτωμα
συμπτωματικός
σύμπτωσις
συμπτωτός
συμπυκάζω
σύμπυκνος
συμπυκνόω
συμπυνθάνομαι
συμπυριάω
συμπυρόω
συμπωλέω
συμπωρόομαι
συμφαίνομαι
συμφάνεια
συμφανής
View word page
συμπυκάζω
cover quite up
ShortDef
cover quite up
Debugging
Headword:
συμπυκάζω
Headword (normalized):
συμπυκάζω
Headword (normalized/stripped):
συμπυκαζω
IDX:
83571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83572
Key:
Data
{'content': 'cover quite up'}