Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπρυτανεύω
συμπρύτανις
σύμπρωτος
συμπτερόομαι
συμπτερύσσομαι
σύμπτυκτος
σύμπτυξις
συμπτύσσω
συμπτυχή
σύμπτωμα
συμπτωματικός
σύμπτωσις
συμπτωτός
συμπυκάζω
σύμπυκνος
συμπυκνόω
συμπυνθάνομαι
συμπυριάω
συμπυρόω
συμπωλέω
συμπωρόομαι
View word page
συμπτωματικός
accidental

ShortDef

accidental

Debugging

Headword:
συμπτωματικός
Headword (normalized):
συμπτωματικός
Headword (normalized/stripped):
συμπτωματικος
IDX:
83568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83569
Key:

Data

{'content': 'accidental'}