Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπροχωρέω
συμπρυτανεύω
συμπρύτανις
σύμπρωτος
συμπτερόομαι
συμπτερύσσομαι
σύμπτυκτος
σύμπτυξις
συμπτύσσω
συμπτυχή
σύμπτωμα
συμπτωματικός
σύμπτωσις
συμπτωτός
συμπυκάζω
σύμπυκνος
συμπυκνόω
συμπυνθάνομαι
συμπυριάω
συμπυρόω
συμπωλέω
View word page
σύμπτωμα
a chance, casualty

ShortDef

a chance, casualty

Debugging

Headword:
σύμπτωμα
Headword (normalized):
σύμπτωμα
Headword (normalized/stripped):
συμπτωμα
IDX:
83567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83568
Key:

Data

{'content': 'a chance, casualty'}