Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμπροφητεύω
συμπροχέω
συμπροχωρέω
συμπρυτανεύω
συμπρύτανις
σύμπρωτος
συμπτερόομαι
συμπτερύσσομαι
σύμπτυκτος
σύμπτυξις
συμπτύσσω
συμπτυχή
σύμπτωμα
συμπτωματικός
σύμπτωσις
συμπτωτός
συμπυκάζω
σύμπυκνος
συμπυκνόω
συμπυνθάνομαι
συμπυριάω
View word page
συμπτύσσω
to fold together, fold up and lay by
ShortDef
to fold together, fold up and lay by
Debugging
Headword:
συμπτύσσω
Headword (normalized):
συμπτύσσω
Headword (normalized/stripped):
συμπτυσσω
IDX:
83565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83566
Key:
Data
{'content': 'to fold together, fold up and lay by'}