Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπροτερέω
συμπροτίθημι
συμπροτρέπω
συμπροφαίνω
συμπροφέρω
συμπροφητεύω
συμπροχέω
συμπροχωρέω
συμπρυτανεύω
συμπρύτανις
σύμπρωτος
συμπτερόομαι
συμπτερύσσομαι
σύμπτυκτος
σύμπτυξις
συμπτύσσω
συμπτυχή
σύμπτωμα
συμπτωματικός
σύμπτωσις
συμπτωτός
View word page
σύμπρωτος
the very first

ShortDef

the very first

Debugging

Headword:
σύμπρωτος
Headword (normalized):
σύμπρωτος
Headword (normalized/stripped):
συμπρωτος
IDX:
83560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83561
Key:

Data

{'content': 'the very first'}