Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπροστίθημι
συμπροσψαύω
συμπροτερέω
συμπροτίθημι
συμπροτρέπω
συμπροφαίνω
συμπροφέρω
συμπροφητεύω
συμπροχέω
συμπροχωρέω
συμπρυτανεύω
συμπρύτανις
σύμπρωτος
συμπτερόομαι
συμπτερύσσομαι
σύμπτυκτος
σύμπτυξις
συμπτύσσω
συμπτυχή
σύμπτωμα
συμπτωματικός
View word page
συμπρυτανεύω
administer together

ShortDef

administer together

Debugging

Headword:
συμπρυτανεύω
Headword (normalized):
συμπρυτανεύω
Headword (normalized/stripped):
συμπρυτανευω
IDX:
83558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83559
Key:

Data

{'content': 'administer together'}