Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντεμπαίζω
ἀντεμπείρω
ἀντεμπήγνυμαι
ἀντεμπίπλημι
ἀντεμπίπρημι
ἀντεμπίπτω
ἀντεμπλέκομαι
ἀντεμπλοκή
ἀντεμφαίνω
ἀντέμφασις
ἀντεμφράττω
ἀντεμφύομαι
ἀντεναντίωσις
ἀντενδείκνυμαι
ἀντένδειξις
ἀντενδίδωμι
ἀντενδύομαι
ἀντενέδρα
ἀντενεδρεύω
ἀντενεργέω
ἀντενέχυρον
View word page
ἀντεμφράττω
obstruct
ShortDef
obstruct
Debugging
Headword:
ἀντεμφράττω
Headword (normalized):
ἀντεμφράττω
Headword (normalized/stripped):
αντεμφραττω
IDX:
8354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8355
Key:
Data
{'content': 'obstruct'}