Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπρόειμι
συμπροθυμέομαι
συμπροίημι
συμπροικίζω
συμπροκόπτω
συμπρομηθέομαι
συμπρομνάμων
συμπρονοέω
συμπρονομεύω
συμπροξενέω
συμπροπέμπω
συμπροπίπτω
συμπροπορεύομαι
συμπροσάγω
συμπροσγίγνομαι
συμπρόσειμι
συμπροσίσχομαι
συμπροσλαμβάνω
συμπροσμείγνυμι
συμπροσπίπτω
συμπροσπλέκομαι
View word page
συμπροπέμπω
to join in escorting

ShortDef

to join in escorting

Debugging

Headword:
συμπροπέμπω
Headword (normalized):
συμπροπέμπω
Headword (normalized/stripped):
συμπροπεμπω
IDX:
83536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83537
Key:

Data

{'content': 'to join in escorting'}