Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπροβάλλω
συμπρόβουλος
συμπρογιγνώσκω
συμπροδίδωμι
συμπροδότης
συμπρόεδρος
συμπρόειμι
συμπροθυμέομαι
συμπροίημι
συμπροικίζω
συμπροκόπτω
συμπρομηθέομαι
συμπρομνάμων
συμπρονοέω
συμπρονομεύω
συμπροξενέω
συμπροπέμπω
συμπροπίπτω
συμπροπορεύομαι
συμπροσάγω
συμπροσγίγνομαι
View word page
συμπροκόπτω
increase with

ShortDef

increase with

Debugging

Headword:
συμπροκόπτω
Headword (normalized):
συμπροκόπτω
Headword (normalized/stripped):
συμπροκοπτω
IDX:
83530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83531
Key:

Data

{'content': 'increase with'}