Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπράσσω
συμπράτης
συμπραΰνομαι
συμπρεπής
συμπρέπω
συμπρεσβευτής
συμπρεσβεύω
σύμπρεσβυς
συμπρεσβύτερος
συμπρίασθαι
συμπροάγω
συμπροαύξομαι
συμπροβαίνω
συμπροβάλλω
συμπρόβουλος
συμπρογιγνώσκω
συμπροδίδωμι
συμπροδότης
συμπρόεδρος
συμπρόειμι
συμπροθυμέομαι
View word page
συμπροάγω
to lead forward together

ShortDef

to lead forward together

Debugging

Headword:
συμπροάγω
Headword (normalized):
συμπροάγω
Headword (normalized/stripped):
συμπροαγω
IDX:
83517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83518
Key:

Data

{'content': 'to lead forward together'}