Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπότης
συμποτικός
σύμπους
συμπραγματεύομαι
συμπρακτικός
συμπρακτορεύω
συμπράκτωρ
σύμπραξις
συμπράσσω
συμπράτης
συμπραΰνομαι
συμπρεπής
συμπρέπω
συμπρεσβευτής
συμπρεσβεύω
σύμπρεσβυς
συμπρεσβύτερος
συμπρίασθαι
συμπροάγω
συμπροαύξομαι
συμπροβαίνω
View word page
συμπραΰνομαι
to be mitigated at the same time

ShortDef

to be mitigated at the same time

Debugging

Headword:
συμπραΰνομαι
Headword (normalized):
συμπραΰνομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπραυνομαι
IDX:
83509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83510
Key:

Data

{'content': 'to be mitigated at the same time'}