Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντεμβοή
ἀντεμβολή
ἀντεμβροχή
ἀντεμμάσασθαι
ἀντεμπαίζω
ἀντεμπείρω
ἀντεμπήγνυμαι
ἀντεμπίπλημι
ἀντεμπίπρημι
ἀντεμπίπτω
ἀντεμπλέκομαι
ἀντεμπλοκή
ἀντεμφαίνω
ἀντέμφασις
ἀντεμφράττω
ἀντεμφύομαι
ἀντεναντίωσις
ἀντενδείκνυμαι
ἀντένδειξις
ἀντενδίδωμι
ἀντενδύομαι
View word page
ἀντεμπλέκομαι
to be entwined together

ShortDef

to be entwined together

Debugging

Headword:
ἀντεμπλέκομαι
Headword (normalized):
ἀντεμπλέκομαι
Headword (normalized/stripped):
αντεμπλεκομαι
IDX:
8350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8351
Key:

Data

{'content': 'to be entwined together'}