Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμποσόω
συμπότας
συμπότης
συμποτικός
σύμπους
συμπραγματεύομαι
συμπρακτικός
συμπρακτορεύω
συμπράκτωρ
σύμπραξις
συμπράσσω
συμπράτης
συμπραΰνομαι
συμπρεπής
συμπρέπω
συμπρεσβευτής
συμπρεσβεύω
σύμπρεσβυς
συμπρεσβύτερος
συμπρίασθαι
συμπροάγω
View word page
συμπράσσω
to join or help in doing

ShortDef

to join or help in doing

Debugging

Headword:
συμπράσσω
Headword (normalized):
συμπράσσω
Headword (normalized/stripped):
συμπρασσω
IDX:
83507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83508
Key:

Data

{'content': 'to join or help in doing'}