Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμποσίαρχος
συμπόσιον
συμποσόω
συμπότας
συμπότης
συμποτικός
σύμπους
συμπραγματεύομαι
συμπρακτικός
συμπρακτορεύω
συμπράκτωρ
σύμπραξις
συμπράσσω
συμπράτης
συμπραΰνομαι
συμπρεπής
συμπρέπω
συμπρεσβευτής
συμπρεσβεύω
σύμπρεσβυς
συμπρεσβύτερος
View word page
συμπράκτωρ
a helper, assistant

ShortDef

a helper, assistant

Debugging

Headword:
συμπράκτωρ
Headword (normalized):
συμπράκτωρ
Headword (normalized/stripped):
συμπρακτωρ
IDX:
83505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83506
Key:

Data

{'content': 'a helper, assistant'}